- αποθηκεύω
- -εψα, -εύτηκα, -ευμένος, τοποθετώ σε αποθήκη: Για να αποθηκέψουν το εμπόρευμα, νοίκιασαν κι άλλο χώρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποθηκεύω — αποθηκεύω, αποθήκευσα και αποθήκεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποθηκεύω — κ. αποθηκιάζω διατηρώ κάτι σε αποθήκη, το διαφυλάσσω για μελλοντική χρήση ή για περίπτωση ανάγκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
προαποθησαυρίζω — Α συνάγω, αποθηκεύω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποθησαυρίζω «αποθηκεύω»] … Dictionary of Greek
προσσωρεύω — ΜΑ 1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.) 2. αποθηκεύω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
αμπαριάζω — 1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα 2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι. ΠΑΡ. αμπάριασμα] … Dictionary of Greek
αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… … Dictionary of Greek
αποθήκευση — η η τοποθέτηση κάποιου είδους στην αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθηκεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αποθηκιάζω — βλ. αποθηκεύω … Dictionary of Greek
αποθησαυρίζω — (AM ἀποθησαυρίζω) αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω υλικά ή πνευματικά αγαθά 2. (για λέξεις) καταγράφω αθησαύριστες λέξεις, καταρτίζω λεξικό … Dictionary of Greek
εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες … Dictionary of Greek